εριωδης

εριωδης
    ἐριώδης
    ἐρι-ώδης
    2
    подобный шерсти, шерстистый
    

(ἥ βονάσου θρίξ Arst.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "εριωδης" в других словарях:

  • ἐριώδης — like wool masc/fem acc pl (attic epic doric) ἐριώδης like wool masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) ἐριώδης like wool masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εριώδης — ες (AM ἐριώδης, ες, Α και ιων. εἰριώδης, ες) [έριον] 1. ο γεμάτος μαλλιά, ο μαλλωτός 2. ο όμοιος με μαλλί («τρίχα κάτωθεν ἐριώδη», Ιπποκρ.) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο εριώδης γένος πλατύρρινων πιθήκων τής οικογένειας τών κηβιδών …   Dictionary of Greek

  • ἐριώδη — ἐριώδης like wool neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἐριώδης like wool masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἐριώδης like wool masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐριῶδες — ἐριώδης like wool masc/fem voc sg ἐριώδης like wool neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐριώδεις — ἐριώδης like wool masc/fem acc pl ἐριώδης like wool masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐριωδέστερα — ἐριώδης like wool neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐριωδῶν — ἐριώδης like wool masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐριώδεσι — ἐριώδης like wool masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐριώδους — ἐριώδης like wool masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φλαμουριά — (τίλια η πλατύφυλλη ή ευρωπαία). Φυλλοβόλο δέντρο της οικογένειας των τιλιιδών (δικοτυλήδονα), γνωστό και ως τίλιο. Οι τιλιίδες είναι συγγενείς με τους μαλαχίδες, μαζί με τους οποίους υπάγονται στην τάξη των μαλαχωδών. Πρόκειται για ένα ωραίο… …   Dictionary of Greek

  • κίστος — (Cistus). Γένος φυτών της οικογένειας των κιστιδών (δικοτυλήδονα), το οποίο περιλαμβάνει περίπου 25 είδη, κοινά στις μεσογειακές περιοχές. Πρόκειται για μικρά φρύγανα ή αρωματικούς, αείφυλλους θάμνους, με πυκνές τρίχες, ύψους μέχρι 1 μ., οι… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»